- σκαλτσούνι
- το носок (чаще мужской)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκαλτσούνι — το, Ν 1. είδος χοντρής μάλλινης κάλτσας που φοριέται κυρίως από άντρες αντί για παντόφλα μέσα στο σπίτι, τσουράπι 2. είδος νηστήσιμου αμυγδαλω τού γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδι, μέλι κανέλα και άλλα υλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσούνι,… … Dictionary of Greek
σκαλτσούνι — το (λ. ιταλ.) 1. είδος κάλτσας. 2. γλυκό αμυγδαλωτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλτσούνι — το 1. το καλτσόνι* 2. είδος γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδια, μέλι και κανέλα, αλλ. σκαλτσούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calzone] … Dictionary of Greek